κρατήσεις

κρατήσεις
κράτησις
might
fem nom/voc pl (attic epic)
κράτησις
might
fem nom/acc pl (attic)
κρατέω
to be strong
aor subj act 2nd sg (epic)
κρατέω
to be strong
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… …   Dictionary of Greek

  • ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό εμπόριο — (e commerce). Μορφή εμπορίου όπου οι συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με λίγα λόγια, είναι η δυνατότητα αγοράς και πώλησης αγαθών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”